- Καρχηδόνα
- Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από την πατρίδα της για να ξεφύγει από την καταδίωξη του αδελφού της, Πυγμαλίωνα. Οι Φοίνικες, που από τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. ασχολούνταν με το εμπόριο των μετάλλων, είχαν ανακαλύψει ήδη από τον 12o αι. π.Χ. τον θαλάσσιο δρόμο προς τη Δύση και είχαν ιδρύσει κατά μήκος του οχυρωμένους σταθμούς, οι οποίοι σε κάθε ταξίδι ενισχύονταν με την εγκατάσταση νέων αποίκων. Από όλες αυτές τις αποικίες η Κ. γνώρισε την πιο θαυμαστή εξέλιξη, η οποία κατά ένα μέρος εξηγείται από τα πλεονεκτήματα της γεωγραφικής της θέσης. Χτισμένη στην άκρη μιας χερσονήσου, η οποία χωρίζεται από τη στεριά με λιμνοθάλασσες, η πόλη δεσπόζει όλων των θαλάσσιων οδών που συνδέουν τις δύο λεκάνες της Μεσογείου.
Η Κ. είχε δύο λιμάνια, των οποίων η θέση –άγνωστη για πολύ καιρό– έχει τώρα προσδιοριστεί: το εμπορικό λιμάνι κάλυπτε μια έκταση 40 στρεμμάτων και ο πολεμικός ναύσταθμος (ο πλακόστρωτος βυθός του οποίου έχει κατά ένα μέρος αποκαλυφθεί), κυκλικού σχήματος, είχε διπλάσια επιφάνεια. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, μπορούσε να περιλάβει διακόσια πλοία, τα οποία όμως δεν έμεναν αγκυροβολημένα στο νερό, αλλά τα τραβούσαν στην ακτή.
Η Κ. αναπτύχθηκε με αργό ρυθμό. Χειραφετήθηκε προοδευτικά από τη μητρόπολη, αφού επωφελήθηκε στα μέσα του 8ου αι. από τις δυσχέρειες που είχε η τελευταία με την αυτοκρατορία των Ασσυρίων. Από τον 7o αι. π.Χ. και ύστερα, καταφέρνοντας στη Δύση ό,τι η Τύρος δεν είχε κατορθώσει στην Ανατολή, συγκέντρωσε σταδιακά υπό την κηδεμονία της όλες τις αποικίες των Φοινίκων· αρχαίες πόλεις, όπως η Ουτίκη, η Λέπτις και τα Γάδειρα, έγιναν απλοί σταθμοί του καρχηδονιακού εμπορίου. Συγχρόνως η Κ. υπέταξε τους γηγενείς πληθυσμούς της αφρικανικής ενδοχώρας και επεξέτεινε τη φοινικική κυριαρχία στην Ισπανία και στα νησιά της δυτικής Μεσογείου.
Κατά τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ. –ισχυρή χάρη στον στόλο και στον στρατό της από ξένους μισθοφόρους– βρέθηκε επικεφαλής μιας πραγματικής αυτοκρατορίας, που τη χώριζε αλλά ταυτόχρονα την ένωνε η θάλασσα, την κυριαρχία της οποίας διατηρούσε. Κατά την επέκτασή της, η Κ. πολύ σύντομα προσέκρουσε στους Έλληνες, οι οποίοι από τον 7o αι. π.Χ. είχαν εγκατασταθεί στις βόρειες ακτές της δυτικής Μεσογείου. Αν και μπόρεσε να καταλήξει σε συμφωνία με τη Μασσαλία για τον καθορισμό των αντίστοιχων ζωνών επιρροής στην Ισπανία, στάθηκε αδύνατο να συμβεί το ίδιο και με τις Συρακούσες, τον Τάραντα και τις κυριότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Οι Καρχηδόνιοι, κυρίαρχοι της Κορσικής και της Σαρδηνίας από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., κατόρθωσαν περίπου το 480 π.Χ. να εγκατασταθούν στη Σικελία και να οχυρωθούν στο δυτικό τμήμα του νησιού. Έπειτα από αιματηρούς πολέμους δύο αιώνων, κατά τους οποίους η Κ. μόλις γλίτωσε την καταστροφή (310 π.Χ.), και ενώ φαινόταν ότι οι Καρχηδόνιοι θα κέρδιζαν την τελική νίκη, επενέβη η Ρώμη. Μέχρι τότε η Ρώμη, πόλη χωρικών, ο πολιτικός ορίζοντας της οποίας περιοριζόταν στην κεντρική Ιταλία, δεν είχε παρουσιάσει κανένα εμπόδιο στη θαλασσοκρατορία της Κ. Αλλά η ταχεία επέκτασή της στη νότια Ιταλία τα πρώτα χρόνια του 3ου αι. κατέληξε στη ρωμαϊκή κυριαρχία της Μεγάλης Ελλάδας και είχε αποτέλεσμα να αντικαταστήσει η Ρώμη τους Έλληνες στον αγώνα κατά της Κ. Το 264 π.Χ. άρχισε ο πρώτος από τους τρεις Καρχηδονιακούς πολέμους (βλ. παρακάτω, Καρχηδονιακοί πόλεμοι), οι οποίοι έφεραν αντιμέτωπους σε μια σύγκρουση 120 χρόνων –την πιο τρομερή της αρχαιότητας– δύο λαούς με εντελώς διαφορετικό πολιτισμό, αλλά εξίσου εμψυχωμένους από ηγεμονική διάθεση. Παρά τη στρατιωτική μεγαλοφυΐα των Βάρκα (του Αμίλκα και κατόπιν του γιου του, Αννίβα), η Κ. ηττήθηκε και στο τέλος του τρίτου Καρχηδονιακού πολέμου αφανίστηκε (146 π.Χ.). Το τέλος της πόλης ήταν τραγικό, καθώς φλεγόταν επί δέκα ημέρες και καταστράφηκε ολοσχερώς. Κατόπιν πέρασαν πάνω από τις στάχτες τα ρωμαϊκά άρματα και στα αυλάκια που άφησαν έσπειραν αλάτι για να καταδείξουν πανηγυρικά ότι αυτό το έδαφος δεν θα ξανακάρπιζε ποτέ στο μέλλον.
Ωστόσο οι Ρωμαίοι ξανάδωσαν ζωή στην Κ., καθώς δεν μπορούσαν να αγνοήσουν ούτε τη στρατηγική θέση της ούτε τις δυνατότητες παραγωγής σιταριού και λαδιού που διέθετε η περιοχή, το κέντρο της οποίας ήταν η Κ. Έπειτα από μια πρώτη άκαρπη προσπάθεια των Γράκχων, ο Καίσαρ έχτισε το 44 π.Χ. μια καινούργια πόλη, την Colonia Julia Concordia Carthago. Κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους η ρωμαϊκή Κ. γνώρισε μεγάλη ευημερία και έγινε εστία λαμπρού πολιτισμού, ο οποίος παράκμασε μόνο στην αρχή του Μεσαίωνα. Η πόλη, που είχε κυριευθεί από τους Βανδάλους (439), κατακτήθηκε κατόπιν από το Βυζάντιο (535) και αργότερα από τους Άραβες (695). Μια τελευταία λάμψη είχε δώσει ωστόσο στην Κ. ο χριστιανισμός –του οποίου υπήρξε σημαντική εστία– με περίφημους επισκόπους, απολογητές και μάρτυρες. Ονόματα όπως του αγίου Κυπριανού, του Τερτυλλιανού, της αγίας Ευτυχίας και της αγίας Περπέτουας παραμένουν συνδεδεμένα με την ονομασία της ένδοξης μητρόπολης, όπου συγκλήθηκαν επίσης πολλές σύνοδοι.
Η φοινικική Κ. ήταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θουκυδίδη και του Πολύβιου, μία από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες πόλεις της αρχαιότητας, όμως σήμερα ο πολιτισμός της είναι ελάχιστα γνωστός. Η ενδοχώρα (η σημερινή Τυνησία) είχε αξιοποιηθεί ιδιαίτερα με τεχνικά εγγειοβελτιωτικά έργα, θαυμαστά για τον αρχαίο κόσμο. Σε εκτεταμένες ιδιοκτησίες, υποδουλωμένοι ιθαγενείς καλλιεργούσαν όλα τα είδη καρπών και τα τρία φυτά του μεσογειακού τρίπτυχου: το σιτάρι, το αμπέλι και την ελιά. Μέσα στην ίδια την πόλη, στη συνοικία των τεχνιτών κατασκευάζονταν σε ποσότητες φτηνά είδη: κεραμικά, κοσμήματα από γυαλί και υφαντά. Αλλά η ευημερία της Κ. βασιζόταν στο λιμάνι της και στο θαλάσσιο εμπόριο. Επί σειρά αιώνων υπήρξε ένα από τα κυριότερα λιμάνια διαμετακομιστικού εμπορίου της Μεσογείου. Στις προκυμαίες του ανταλλάσσονταν και αναδιανέμονταν προϊόντα της Ανατολής (αρώματα, πολύτιμοι λίθοι, πορφύρα), προϊόντα της Δύσης (κασσίτερος, σίδηρος, άργυρος, ήλεκτρο) και πλούτη που προέρχονταν από την Αφρική (χρυσός, ελεφαντόδοντο). Οι μεγάλες οικογένειες εμπόρων και πλοιοκτητών (οι Μάγωνες, οι Βάρκα) αποτελούσαν μια πάμπλουτη ομάδα που εξουσίαζε την πόλη. Από αυτή την κλειστή ολιγαρχία εκλέγονταν οι στρατηγοί, οι ετήσιοι δικαστές (οι σουφήτες ή κριτές) και τα διάφορα σώματα που αναφέρονται γενικά ως γερουσία και συμβούλιο των γερόντων. Η πολιτική ζωή φαίνεται πως ήταν ταραχώδης και οι αντιζηλίες των μεγάλων οικογενειών εναλλάσσονταν με την πάλη των φτωχών κατά των πλουσίων.
Ο καρχηδονιακός πολιτισμός διατήρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την πολιτιστική κληρονομιά των Φοινίκων και ιδιαίτερα ό,τι αφορούσε τη θρησκεία· οι ανθρωποθυσίες –ιδιαίτερα μικρών παιδιών– συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Πρόκειται –όπως πιστεύεται– για ιεροτελεστία που προερχόταν από τους Χαναναίους, σημιτικές φυλές που είχαν καταλάβει την Παλαιστίνη πριν από την εισβολή των Ισραηλιτών, των οποίων ένα τμήμα ίδρυσε τη Φοινίκη. Αυτές οι ιεροτελεστίες ήταν αφιερωμένες στην Τανίτ (την Αστάρτη των Φοινίκων), τη μεγάλη θεά της γονιμότητας, και στον Βάαλ Άμμωνα. Μαζί με τις θεότητες αυτές οι Καρχηδόνιοι λάτρευαν τον Εσμούνο, τον Μελκάρθ αλλά και τη Δήμητρα, τη λατρεία της οποίας παρέλαβαν από τους Έλληνες.
Αρχαιολογία. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως λίγα στοιχεία για τη φοινικική Κ. Αυτό οφείλεται τόσο στην καταστροφική μανία που επέδειξε ο Σκιπίων ο Αφρικανός όσο και στην ανάπτυξή της ως ρωμαϊκή πόλη, με τα επιβλητικά της μνημεία, τα οποία επέφεραν μεγάλες αλλαγές στο αρχαίο τοπίο. Από τη φοινικική πόλη είναι γνωστό το εμπορικό λιμάνι και ο ναύσταθμος, ένα μέρος των εξωτερικών οχυρώσεων που επισημάνθηκε από αεροφωτογραφίες, ορισμένα σπίτια της τελευταίας περιόδου στον λόφο του Αγίου Λουδοβίκου ή στο προάστιο Μέγαρα, ένας αρκετά μεγάλος αριθμός τάφων (που γενικά περιείχαν περιορισμένο υλικό) και τέλος πολλές επιτύμβιες στήλες ομοιόμορφης κατασκευής, που συνήθως φέρουν το περίφημο σημείο της Τανίτ, η ερμηνεία του οποίου είναι αμφισβητήσιμη, αλλά μπορεί να θεωρηθεί σχηματοποίηση ενός τύπου αιγυπτιακού ειδώλου.
Οι σημαντικότερες ανασκαφές άρχισαν από το 1921, στον ιερό χώρο που υψωνόταν στη δυτική ακτή του εμπορικού λιμανιού, το τόφετ (βιβλική ονομασία, που δηλώνει μια τοποθεσία στην κοιλάδα του Μπεν Iμάμ, Ν της Ιερουσαλήμ, όπου τα παιδιά προσφέρονταν σε ολοκαύτωμα). Οι έρευνες άρχισαν μετά την ανακάλυψη μιας επιτύμβιας στήλης (σήμερα βρίσκεται στο μουσείο Aλαουί της Τύνιδας) που παριστάνει έναν Καρχηδόνιο ιερέα να κρατά στην αγκαλιά του ένα παιδί. Τα ευρήματα επιβεβαίωσαν επίσης τις αρχαίες αφηγήσεις (τις οποίες χρησιμοποίησε ο Γκιστάβ Φλομπέρ στη Σαλαμπό) για τα άγρια έθιμα ολοκαυτώματος παιδιών, τα οποία τελούσαν στην Κ.· ήρθε πράγματι στο φως ένας μεγάλος αριθμός ληκύθων, που περιείχαν τα ασβεστοποιημένα λείψανα παιδιών, τα περισσότερα από τα οποία ήταν ηλικίας λίγων μηνών και τα πιο μεγάλα δώδεκα ετών.
Έγινε φανερό ότι το τόφετ δεν ήταν ναός στην κυριολεξία ούτε οικοδόμημα, αλλά ένας ιερός περίβολος. Τα ευρήματα της περιοχής –επιτύμβιες στήλες και αναθήματα– δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Ίσως οι Καρχηδόνιοι ήταν αδιάφοροι στις εκδηλώσεις της τέχνης, οι οποίες επισκιάζονταν από το εμπόριο και την κερδοσκοπία.
Η ρωμαϊκή Κ. είναι αρκετά γνωστή στο σύνολό της. Κάλυπτε μια επιφάνεια μεγαλύτερη των 3 τ. χλμ. και ο Γαλάτης ποιητής Αυσόνιος την εξυμνούσε ως τη δεύτερη πόλη του κόσμου μετά τη Ρώμη.
Στην πλευρά του λόφου της Bύρσας, που σήμερα ονομάζεται λόφος Αγίου Λουδοβίκου, αρχικού πυρήνα της Κ., βρίσκεται το τείχος που είναι γνωστό ως τείχος των αμφορέων και διαθέτει αναβαθμίδες με καμάρες. Πάνω σε αυτές πιθανολογείται ότι χτίστηκε το Καπιτώλιο, από το οποίο προέρχονται τα δύο ανάγλυφα της Νίκης και της Τύχης. Ίσως υπήρχε επίσης ένα παρεκκλήσιο της Ομόνοιας καθώς και ιερό του Ασκληπιού, από τα οποία όμως δεν διασώθηκε τίποτα. Ανέκαθεν γύρω από τον λόφο υπήρχαν μικρότερα κτίρια, όπως ο ναός του Aυγουσταίου γένους (gens Augusta), από τον οποίο προέρχεται ο βωμός με αλληγορικές απεικονίσεις της Ρώμης και του Αυγούστου.
Στους άλλους λόφους προς τη θάλασσα, αντίθετα, δέσποζε ένα θέατρο που χρονολογείται από την εποχή του Αδριανού, με πολλά διακοσμητικά αγάλματα, που σήμερα βρίσκονται στο μουσείο Μπάρντο της Τύνιδας, και το Ωδείο, που αναφέρει ο Τερτυλλιανός. Στα Β υπήρχαν οι θέρμες του Αντωνίνου του Ευσεβούς, από τις μεγαλύτερες του αρχαίου κόσμου, μετά τις θέρμες του Διοκλητιανού και του Καρακάλλα. Παρά την ολοσχερή καταστροφή του επάνω ορόφου, εξακολουθεί να αποτελεί το πιο θεαματικό μνημείο της Κ. Όσο για τον εφοδιασμό σε νερό, εκτός από το Αδριάνειο υδραγωγείο, οι Ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει στους πρόποδες ενός λόφου ένα μεγαλειώδες σύστημα δεξαμενών, που έχει τεθεί σήμερα σε λειτουργία, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 30.000 κ.μ. νερού. Πέρα από την περιοχή των κατοικιών, στα Δ εκτείνονταν ο ιππόδρομος, το αμφιθέατρο και μία σημαντική νεκρόπολη. Η ρωμαϊκή πόλη απέκτησε τείχη πολύ αργότερα, επί Θεοδοσίου Β’ (425), τα οποία μετέπειτα επισκευάστηκαν από τον Βελισάριο.
Αξιοσημείωτη υπήρξε η χριστιανική καλλιτεχνική ανάπτυξη της Κ. Πολλές ήταν οι βασιλικές, ανάμεσα στις οποίες η Βασιλική Μαΐων, αφιερωμένη στο όνομα των αγίων Περπέτουας και Φελίτσιτας, το μνημειακό συγκρότημα της Νταμούς ελ-Χαρίτα, που περιλάμβανε έναν ναό με εννέα κλίτη, έναν ημικυκλικό πρόδομο με τρεις χορούς και έναν δεύτερο ναό με βαπτιστήριο και συνεχόμενο νεκροταφείο. Επίσης ήρθε στο φως ένα βυζαντινό ανάκτορο με μυθολογικές ζωγραφικές απεικονίσεις καθώς και ψηφιδωτά που απεικονίζουν τις τέσσερις εποχές.
Καρχηδονιακοί πόλεμοι. Οι τρεις πόλεμοι μεταξύ Κ. και Ρώμης, οι οποίοι άρχισαν το 264 π.Χ. και τέλειωσαν το 146 π.Χ. (264-242 ο πρώτος, 219-202 ο δεύτερος, 149-146 ο τρίτος) με την πλήρη καταστροφή της πρώτης.
Όταν οι Ρωμαίοι, μετά τη νίκη τους εναντίον του Πύρρου, βρέθηκαν στο στενό της Μεσσήνης, ήταν επόμενο –εφόσον περιέλαβαν στη σφαίρα της επιρροής τους ολόκληρη τη νότια Ιταλία– να αναλάβουν και την υπεράσπιση των συμφερόντων των εκεί ελληνικών πόλεων. Ήταν αναπόφευκτη, λοιπόν, η αντίθεση με τους Καρχηδόνιους, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν οι πόλεμοι που διήρκεσαν περισσότερο από έναν αιώνα.
Αφορμή για τη σύγκρουση υπήρξε μια διαμάχη που εκδηλώθηκε στη Μεσσήνη μεταξύ δύο πολιτικών μερίδων, οι οποίες, για να απαλλαγούν από την πολιορκία του Ιέρωνα, βασιλιά των Συρακουσών, ζήτησαν τη βοήθεια η μία των Καρχηδόνιων και η άλλη των Ρωμαίων. Ο πόλεμος αυτός σύντομα προσέκτησε τον χαρακτήρα πάλης για την κυριαρχία στην κεντρική Μεσόγειο. Με αξιοθαύμαστη ταχύτητα η Ρώμη συγκρότησε έναν αξιόλογο στόλο, με τον οποίο πέτυχε τις δύο λαμπρές νίκες του 260 κοντά στις Μύλες, χάρη στον Γάιο Δουίλιο, και του 256 κοντά στο ακρωτήριο Έκνομο, χάρη στον Ατίλιο Ρηγούλο. Αυτός μετέφερε κατόπιν τον πόλεμο στο αφρικανικό έδαφος, αλλά νικήθηκε από τις καρχηδονιακές δυνάμεις, τις οποίες αναδιοργάνωσε ο Σπαρτιάτης Ξάνθιππος. Έτσι, για αρκετό διάστημα ο πόλεμος περιορίστηκε κατά μήκος των σικελικών ακτών, με φάσεις που εναλλάσσονταν, έως ότου οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να ναυπηγήσουν νέο ισχυρό στόλο, με τον οποίο ο Λουτάτιος Κάτουλος συνέτριψε το 242 τον καρχηδονιακό στις Αιγάδες. Τότε η Κ. σύναψε ειρήνη με τη Ρώμη, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να πληρώσει πολεμική αποζημίωση και να αποσυρθεί από όλη τη Σικελία (και κατόπιν από τη Σαρδηνία και την Κορσική), η οποία αποτέλεσε την πρώτη ρωμαϊκή επαρχία.
Ωστόσο, η Κ. επεδίωξε να καλύψει με άλλον τρόπο τις απώλειές της, στρέφοντας τις βλέψεις της στην Ισπανία, χώρα με μυθώδη μεταλλευτικό πλούτο. Η διείσδυσή της, που άρχισε με τον Αμίλκα Βάρκα, ο οποίος ίδρυσε εκεί τη Νέα Καρχηδόνα (σημερινή Καρθαγένη), συνεχίστηκε από τον Ασδρούβα, χωρίς να επέμβει η Ρώμη, η οποία τότε αντιμετώπιζε τις γαλατικές επιδρομές στη βόρεια Ιταλία. Όταν όμως το 219 ο Αννίβας, που στο μεταξύ είχε αναλάβει την ηγεσία των καρχηδονιακών δυνάμεων, κατέλαβε την πόλη Σάγουντο (συμμαχική προς τη Ρώμη), οι Ρωμαίοι συνειδητοποίησαν πόσο επικίνδυνοι είχαν καταστεί οι παλιοί αντίπαλοί τους και τους κήρυξαν τον πόλεμο· αυτή ήταν η έναρξη του Β’ Καρχηδονιακού πολέμου (219-202). Ο Αννίβας, ένας από τους μεγαλύτερους στρατηλάτες της αρχαιότητας, επικεφαλής ενός άριστα εκπαιδευμένου στρατού και εφοδιασμένου με θωρακισμένους ελέφαντες, πραγματοποίησε μια τολμηρή πορεία, διέβη τα Πυρηναία και τις Άλπεις και εμφανίστηκε στην κοιλάδα του Πάδου, όπου τον περίμεναν οι Γαλάτες, προσφέροντάς του αξιόλογη ενίσχυση. Έπειτα από μια πρώτη νικηφόρα σύγκρουση στον ποταμό Τίκινο, ο Αννίβας διέλυσε τον πολυπληθέστερο ρωμαϊκό στρατό στον Τρεβία (218). Τους νίκησε πάλι το επόμενο έτος κοντά στη λίμνη Τρασιμένη, προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Σε μια υπέρτατη προσπάθεια, το 216, οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν τον Αννίβα –ο οποίος είχε κατέβει στο μεταξύ στα Ν, απ’ όπου ήταν εύκολη η επικοινωνία με την Κ.– σε μια μεγαλειώδη μάχη στις Κάννες της Απουλίας και για μία ακόμη φορά, αφού βρέθηκαν μέσα σε έναν θανάσιμο κλοιό, υπέκυψαν, χάνοντας όλο τον στρατό τους (βλ. λ. Κάννες). Σε αυτή τη δραματική αλληλοδιαδοχή καταστροφών, η Ρώμη κατόρθωσε να επιδείξει θαυμαστή σταθερότητα, κινητοποιώντας όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις της. Ο Αννίβας δεν τόλμησε να πολιορκήσει τη Ρώμη· κυρίαρχος στόχος του ήταν να την εξασθενίσει, απογυμνώνοντάς την από τους συμμάχους της, από τους οποίους γνώριζε ότι προέρχονταν οι ανεξάντλητες ενισχύσεις της. Αντίθετα, η ελευθερία, που ο ίδιος απηύθυνε στους Ιταλιώτες, δεν βρήκε απήχηση παρά σε λίγες ελληνικές πόλεις, όπως στις Συρακούσες, στον Τάραντα καθώς και στην Καπύη. Οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν έτσι να εφαρμόσουν την τακτική φθοράς του εχθρού, την οποία είχε εγκαινιάσει ο Φάβιος Μάξιμος, ο οποίος επονομάστηκε γι’ αυτό τον λόγο cunctator (μελλητής, αναβλητικός). Η τακτική αυτή περιλάμβανε μεμονωμένες παρενοχλήσεις φθοράς και παθητική αντίσταση, χωρίς ποτέ να δεχθούν οι Ρωμαίοι την κατά μέτωπο επίθεση, στην οποία ο Αννίβας ήταν ανυπέρβλητος. Παράλληλα με μια έντονη διπλωματική δραστηριότητα στην Ελλάδα (όπου υποκίνησαν εναντίον του συμμάχου του Αννίβα, Φιλίππου Ε’ της Μακεδονίας, την Αιτωλική συμπολιτεία), στην Αφρική και στην Ισπανία, οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να παρεμποδίσουν την αποστολή βοήθειας στον Αννίβα.
Το 212 οι Ρωμαίοι ανακατέλαβαν την Καπύη και τις Συρακούσες. Εκεί ο Μάρκελλος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ισχυρά αμυντικά έργα, προϊόντα της ιδιοφυΐας του Αρχιμήδη. Στην Ισπανία επίσης ο νεαρός στρατηγός Πόπλιος Σκιπίων είχε αξιόλογες επιτυχίες. Το 207 ο Ασδρούβας κατόρθωσε να διαφύγει από την καταδίωξη του Σκιπίωνα και επαναλαμβάνοντας την πορεία του αδελφού του εμφανίστηκε απειλητικός στην Ιταλία με τον εμπειροπόλεμο στρατό του· τελικά όμως νικήθηκε κοντά στον ποταμό Μέταυρο. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε για τον Αννίβα το τέλος των προσδοκιών του για νικηφόρα έκβαση της εκστρατείας του. Πραγματικά, λίγο αργότερα ανακλήθηκε στην Αφρική, όπου είχε ήδη αποβιβαστεί ο Σκιπίων, ο οποίος με τον ογκώδη στρατό του –ενισχυμένο από το ισχυρό ιππικό του βασιλιά της Νουμιδίας Μασσανάσση– ανέτρεπε όλο το αμυντικό σύστημα γύρω από την Κ. Στην τελική σύγκρουση, που έλαβε χώρα στη Ζάμα το 202, η νίκη έγειρε προς την πλευρά των Ρωμαίων. Έτσι έληξε ο πόλεμος· η Κ. υποχρεώθηκε να δεχτεί πολύ σκληρούς όρους: απώλεια των κτήσεών της στην Αφρική, καταβολή βαρύτατων φόρων, καταστροφή του στόλου της και εγκατάλειψη κάθε φιλοδοξίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Μετά τη νίκη της, η Ρώμη βρέθηκε μπροστά σε νέες υποχρεώσεις. Έπρεπε να οργανώσει τις νέες κτήσεις στην Ισπανία, να επιβάλει τάξη στην Ελλάδα και την υπεροχή της σε όλες τις παραθαλάσσιες χώρες της ελληνιστικής Ανατολής. Κύριο μέλημά της ήταν να παγιώσει παντού την ειρήνη, την paxromana, εξουδετερώνοντας τις επικίνδυνες εστίες ανταρσίας: μέσα σε αυτά τα πλαίσια τοποθετείται ο Γ’ Καρχηδονιακός πόλεμος (149-146). Ο Κάτων, εκπρόσωπος της πιο συντηρητικής μερίδας της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι η Κ. αναλάμβανε δυνάμεις και ότι μπορούσε να απειλήσει την πολιτική σταθερότητα της Μεσογείου. Όταν το 149 οι Καρχηδόνιοι έκαναν το σφάλμα να κηρύξουν τον πόλεμο κατά της Νουμιδίας, δίχως να ζητήσουν τη συγκατάθεση της Ρώμης, αυτή βρήκε το πρόσχημα για να τη συντρίψει οριστικά: έστειλε στην Αφρική τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, ο οποίος απαίτησε από τους κατοίκους της Κ. να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να εγκατασταθούν αλλού. Οι Καρχηδόνιοι αρνήθηκαν και κλείστηκαν μέσα στα τείχη για να αμυνθούν μέχρις εσχάτων. Ο Σκιπίων κυρίευσε την πόλη πολεμώντας από συνοικία σε συνοικία και το 146 την ισοπέδωσε. Έτσι, έκλεισε ο κύκλος των Καρχηδονιακών πολέμων και η Ρώμη διατήρησε υπό τον έλεγχό της όλες τις ακτές της Μεσογείου.
Επιγραφή στη βάση της στήλης που στήθηκε προς τιμήν του Γάιου Δουίλιου και σε ανάμνηση της πρώτης ναυτικής νίκης των Ρωμαίων στον πόλεμο κατά των Καρχηδονίων (Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη).
Γυναικείο αγαλμάτιο, προερχόμενο από την καρχηδονιακή νεκρόπολη του Πουίγκ ντ’ες Μολίνς, κοντά στην Ιμπίθα (Αρχαιολογικό Μουσείο, Μαδρίτη).
Το ρωμαϊκό αμφιθέατρο της Colonia Julia Concordia Carthago, που ιδρύθηκε το 44 π.Χ. από τον Ιούλιο Καίσαρα πάνω στα ερείπια της Καρχηδόνας και έγινε σύντομα μεγάλο εμπορικό κέντρο.
Επιτύμβια στήλη στον τάφο ενός παιδιού που θυσιάστηκε στον θεό των Καρχηδονίων Βάαλ.
Dictionary of Greek. 2013.